- κωμωδοδιδασκαλια
- κωμῳδοδιδασκαλίακωμῳδοδῐδασκᾰλίαἥ постановка комедии, сценическая разработка комедии Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κωμωδοδιδασκαλία — κωμῳδοδιδασκαλία, ἡ (Α) [κωμωδοδιδάσκαλος] διδασκαλία τών ηθοποιών και τού χορού προκειμένου να παίξουν σε κῳμωδία («κωμῳδοδιδασκαλίαν εἶναι χαλεπώτατον ἔργον ἁπάντων», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κωμῳδοδιδασκαλίαν — κωμῳδοδιδασκαλίᾱν , κωμῳδοδιδασκαλία rehearsing a comedy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)